κέλευσας — κελεύω urge aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
Minuscule 424 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 424 Text Acts, CE, and Paul Date 11th century Script Greek … Wikipedia
ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» … Dictionary of Greek
επικομίζω — ἐπικομίζω (AM) [κομίζω] μεταφέρω, κομίζω, οδηγώ κάτι σε κάποιον αρχ. 1. μέσ. ἐπικομίζομαι φέρω, έχω κάτι επάνω μου, συναποκομίζω («τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῑς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας», Δίων Κάσσ.) 2. παθ. (για παιδιά) επιτροπεύομαι, ανατρέφομαι … Dictionary of Greek
περικατέχω — Α 1. κρατώ, κατέχω με δύναμη από όλες τις πλευρές, περικλείω, αποκλείω από παντού («περικατασχεῑν κελεύσας τὴν πόλιν, ὡς μή λάθοι διαδρὰς ὁ Ἰώσηπος», Ιώσ.) … Dictionary of Greek
ՀՐԱՄԱՆԱՏՈՒ — (ուի, աց.) NBH 2 0133 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c ա. ἑπιτάσσων, προστάττων, κελεύσας imperans, mandator, jussum dans եւն. Որ հրաման տայ. տուօղ զպատուէր. կարգաւորիչ. հրամայօղ. օրինադիր. ... *Որք յերկրաւոր հրամանատուէն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ВТОРОБРАЧИЕ — [греч. διγαμία, δεύτερος γάμος], или двубрачие, вступление в повторный (в строгом смысле термина во 2 й) брак. Вступление в 3 й брак называют троебрачием (τριγαμία), в последующие браки многобрачием (πολυγαμία). Церковь всегда считала… … Православная энциклопедия